- προσύμφωνο
- το, Ν(νομ.) σύμβαση που ως περιεχόμενο έχει την υποχρέωση να συνάψουν οι συμβαλλόμενοι στο μέλλον μεταξύ τους ή ο ένας από αυτούς με τρίτο πρόσωπο μια άλλη, κύρια, σύμβαση με προκαθορισμό τών βασικών όρων της.[ΕΤΥΜΟΛ. < προ* + σύμφωνο «συμφωνία, σύμβαση»].
Dictionary of Greek. 2013.