προσύμφωνο

προσύμφωνο
το, Ν
(νομ.) σύμβαση που ως περιεχόμενο έχει την υποχρέωση να συνάψουν οι συμβαλλόμενοι στο μέλλον μεταξύ τους ή ο ένας από αυτούς με τρίτο πρόσωπο μια άλλη, κύρια, σύμβαση με προκαθορισμό τών βασικών όρων της.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ* + σύμφωνο «συμφωνία, σύμβαση»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • προσύμφωνο — το προκαταρκτική γραφτή συμφωνία πριν από τη σύναψη οριστικού συμβολαίου, αλλ. προσύμβαση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • προ- — α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση πρό. Το προ συντίθεται με ονόματα, ρήματα και, σπανιότερα, με επιρρήματα και προσδίδει βασικά τη σημ. τής προτεραιότητας ως προς τον τόπο, τον χρόνο ή την τάξη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”